θοῇσιν

θοῇσιν
θοός
quick
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θοῆισιν — θοῇσιν , θοός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

  • θοός — (I) θοός, ή, όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.) 1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός 2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. α) «θοὴ νύξ» η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”